ὑπηρετοῦσαν

ὑπηρετοῦσαν
ὑπηρετέω
do service on board ship
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κλαρώτες — Ακτήμονες γεωργοί στην αρχαία Κρήτη, κατά τη δωρική εποχή (1200 332 π.Χ.). Ονομάζονταν και Αφαμιώτες. Υπηρετούσαν τους ελεύθερους πολίτες του νησιού καλλιεργώντας τα ιδιωτικά τους κτήματα και έπαιρναν ως αντάλλαγμα –όπως και οι είλωτες στη… …   Dictionary of Greek

  • ιερόδουλος — η (Α ἱερόδουλος, ὁ, ἡ) νεοελλ. πόρνη αρχ. 1. δούλος που υπηρετούσε στον ναό κάποιου θεού («νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι», Φιλ.) 2. (το θηλ. πληθ.) αἱ ἱερόδουλοι γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό τής Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε συνουσία… …   Dictionary of Greek

  • ιερόδουλοι — Κατηγορία δούλων και των δύο φύλων στην αρχαιότητα, οι οποίοι υπηρετούσαν έναν θεό και εργάζονταν για τη διακονία του ναού του και των ιερέων. Οι ι. της Αφροδίτης ήταν εταίρες που υποδουλώνονταν οικειοθελώς στη θεά ή αποτελούσαν αφιερώματα… …   Dictionary of Greek

  • Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… …   Dictionary of Greek

  • Κάδωλοι — ή Κάδουλοι, οι (Α) παιδιά που υπηρετούσαν στη λατρεία τών Καβείρων …   Dictionary of Greek

  • Σάλιοι — Ρωμαίοι ιερείς, που ανήκαν σε ενιαία οργάνωση ή αδελφότητα, την οποία αποτελούσαν δυο δωδεκαμελείς ομάδες που λέγονταν σάλιοι παλατίνοι και σάλιοι κολλίνοι. Οι ιερείς αυτοί υπηρετούσαν την τριάδα Ζευς, Άρης και Κουϊρίνος. Φορούσαν πολεμική στολή… …   Dictionary of Greek

  • αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • ελεοδύτης — ἐλεοδύτης, ο (AM) υπηρέτης ή επιστάτης σε μαγειρείο αρχ. επίθετο τών Δηλίων που υπηρετούσαν ως μάγειροι κατά τα Δήλια …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”